Σάββατο 31 Οκτωβρίου 2009

ΛΑΡΚΟ: Το Κράτος ρυπαίνει το Κράτος δολοφονεί...


Με αφορμή τις τελευταίες εξελίξεις που σημειώνονται στο θέμα της ΛΑΡΚΟ και του εξασθενές χρωμίου, δημοσιεύουμε αφίσα της Οικολογικής Δράσης στην Εύβοια που κυκλοφορεί αυτή τη περίοδο.

Τρίτη 13 Οκτωβρίου 2009

Η ΛΑΡΚΟ και η ρύπανση του Ευβοϊκού Κόλπου

Το ζήτημα της Ρύπανσης του Ευβοϊκού Κόλπου

Η ρύπανση του Κόλπου είναι δυστυχώς αδιαμφισβήτητη και επιπρόσθετα διαρκώς εντεινόμενη. Η παρουσία βιομηχανικών μονάδων όπως ΛΑΡΚΟ, Σόγια, Τσιμέντα, Νεοχημική λίγο ως πολύ επιδρούν στην σταδιακή απαξίωση του Κόλπου. Η συμβατική γεωργική παραγωγή με τη χρήση φυτοφαρμάκων και λιπασμάτων σε περιοχές όπως Μεσσάπια και Ληλάντιο επιδρούν επιβαρυντικά στο θαλάσσιο οικοσύστημα, παράλληλα με τα αστικά απόβλητα και τις μεγάλες εγκατάστασεις ιχθυοκαλλιεργειών.
Τα νιτρικά και η αμμωνία εμφανίζουν αρκετά μεγάλες συγκεντρώσεις, κυρίως στο Ν. Ευβοϊκό, ενώ ο Β. Ευβοϊκός παρουσιάζει αυξημένες συγκεντρώσεις θρεπτικών πυριτικών, νιτρικών και φωσφορικών, κυρίως σε βάθη μεγαλύτερων των 100 μέτρων. Επίσης οι παρατηρούμενες αυξημένες επιφανειακές τιμές αμμωνιακών οφείλονται στα λύματα των παράκτιων τουριστικών οικισμών.
Γενικά, το παλιρροϊκό ρεύμα του Ευρίπου, τα θαλάσσια ρεύματα και τα καλά οξυγονωμένα νερά του Ευβοϊκού «προφυλάσσουν» σημαντικά και ως ένα βαθμό την θαλάσσια περιοχή από έντονα φαινόμενα ρύπανσης. Διαφορετικά σήμερα θα μιλάγαμε για έναν «νεκρό» κόλπο.
Άλλωστε μόλις πέρσι δημοσιοποιήθηκε η ύπαρξη υδραργύρου, καδμίου και αρσενικού σε ψάρια που προέρχονταν και από τον ευβοϊκό. Οι συγκεντρώσεις των συγκεκριμένων τοξικών προκαλούν προβλήματα στο συκώτι και τα νεφρά, στο νευρικό σύστημα, στον μυϊκό ιστό και στο ανδρικό αναπαραγωγικό σύστημα. Ενώ διαρκής είναι η παρουσία τοξινών στα μύδια και άλλων βιοτοξινών (DSP) σε όστρακα της περιοχής. Επιπλέον πριν από λίγους μήνες στον Μαλιακό Κόλπο, που επικοινωνεί με τον ευβοικό στην βόρεια πλευρά του, παρατηρήθηκε μαζικός θάνατος ψαριών λόγω της ανάπτυξης τοξικού φυτοπλαγκτόν. Και ασφαλώς όπως πάντα οι αρχές ήταν καθησυχαστικές και ας έχει πληγεί σημαντικό μέρος του πληθυσμού των ψαριών.

ΛΑΡΚΟ: Ο Μέγας Χορηγός Ρύπανσης του νησιού

Ως γνωστό, η μεταλλευτική εταιρεία ΛΑΡΚΟ, που τόσο στη Κεντρική Εύβοια όσο και στη Φθιώτιδα δημιουργεί τεράστια οικολογική καταστροφή, εναποθέτει τη λεγόμενη «σκωριά» στο Β. Ευβοϊκό. Παρότι υπάρχει σειρά ερευνών, μελετών και δημοσιευμάτων για τη ρύπανση που προξενεί, ουσιαστικά βρίσκεται στο απυρόβλητο, λόγω της «ημι»-κρατικής της ιδιοκτησίας. Οι τελευταίες τρεις εργατικές δολοφονίες, στο χώρο εργοστασίου της ΛΑΡΚΟ επιβεβαιώνουν με τον πιο τραγικό τρόπο την ασυδοσία και τον κρετινισμό των διοικούντων. Αυτοί που δεν σέβονται ούτε τις ανθρώπινες ζωές είναι δυνατό να σεβαστούν το περιβάλλον; Παρότι η συνολική μας προσέγγιση είναι περισσότερο βιοκεντρική παρά ανθρωποκεντρική, πιστεύουμε ότι και αυτό το γεγονός έχει τη σημασία του. Όπως επίσης δεν γίνεται να μην αναφερθούμε στον ρόλο των συνδικαλιστών της εταιρείας που είτε ως εντολοδόχοι είτε ως συντεχνιακά σκεπτόμενοι, απειλούν με ανακοινώσεις όποιους εγείρουν περιβαλλοντικά θέματα. Ο γνωστός συνδικαλισμός του δημοσίου τομέα, ως πρώιμος κοινοβουλευτικός βίος. Επιπλέον, μην μας διαφεύγει ότι αρκετά μεγαλοστελέχη και συνδικαλιστές της ΛΑΡΚΟ καλύπτουν θέσεις και αξιώματα σε Δημοτικά Συμβούλια περιοχών που δρα.
Στο παρόν κείμενο, όμως, θα επικεντρωθούμε με τη μόλυνση που προκαλεί η ΛΑΡΚΟ στο Β. Ευβοϊκό. Καταρχήν το ΕΛΚΕΘΕ (Ελληνικό Κέντρο Θαλασσίων Ερευνών) από το 1983 πραγματοποιεί έρευνες και κρούει τον κώδωνα του κινδύνου αλλά κατά περίεργο(;) τρόπο καμία διαδικασία περιορισμού-έστω- της μόλυνσης δεν προχωρά. Η ΛΑΡΚΟ μεταφέρει με πλωτά μέσα από τον όρμο της Λάρυμνας, υπολείμματα της παραγωγικής της διαδικασίας, «σκωριά» και την ρίχνει στο βυθό του βόρειου ευβοϊκού. Η ετήσια ποσότητα «σκωριάς» που ρίχνεται στη θάλασσα κάθε χρόνο υπολογίζεται σε 2 εκατ. τόνους. Η υποθαλάσσια έκτασή της φτάνει τα 20 τετρ. χλμ. και το πάχος της φτάνει τα 2,5 μέτρα. Ουσιαστικά, δηλαδή αναφερόμαστε στη δημιουργία ενός τοξικού πυθμένα, τεραστίων διαστάσεων για τα στενά και κλειστά χαρακτηριστικά του Β. Ευβοϊκού. Η ΛΑΡΚΟ, βεβαίως, ισχυρίζεται ότι η σκωρία είναι «αδρανές υλικό» και δεν δημιουργεί κανένα κίνδυνο για το περιβάλλον. Η πραγματικότητα ασφαλώς είναι διαφορετική αφού το υλικό αυτό αντιδρά με το θαλασσινό νερό, με αποτέλεσμα να εκλύονται ποσότητες σιδήρου, νικελίου και χρωμίου. Η σκουριά επηρεάζει τα επίπεδα των μετάλλων, αυξάνοντάς τα στους οργανισμούς και στα ψάρια που διαβιούν στην περιοχή απόρριψης. Επιπλέον ιδιαίτερα ανησυχητική είναι η πρόσφατη επισήμανση του ΕΛΚΕΘΕ ότι «τελευταία υπάρχουν στοιχεία για επιβάρυνση του θαλάσσιου οικοσυστήματος και από πολυκυκλικούς αρωματικούς υδρογονάνθρακες πυρολυτικής προέλευσης», που πιθανώς συνδέονται με το εργοστάσιο και είναι καρκινογόνοι.

Οι επιπτώσεις στο θαλάσσιο οικοσύστημα από την εναπόθεση της σκουριάς είναι:
• Αλλοίωση της μορφολογίας του βυθού,
• Μεταβολή της βιοποικιλότητας, δηλαδή δεν είναι ικανοί όλοι οι οργανισμοί να αντέξουν τη συνεχή εναπόθεση και είτε πεθαίνουν είτε μεταναστεύουν,
• Μεταφορά μεταλλικών ιόντων στους θαλάσσιους οργανισμούς και στο ίζημα του πυθμένα.

Η αύξηση των μετάλλων στους θαλάσσιους οργανισμούς εμφανίζει διαχρονικά σημαντική ανοδική τάση. Πολλές μελέτες κάνουν λόγο για τη ρύπανση της «σκωριάς» και τις επιπτώσεις της, από το 1983 μάλιστα. Έτσι γνωρίζουμε ότι υπάρχουν έρευνες που επιβεβαιώνουν τη παρουσία βαρέων μετάλλων σε μύδια από τον όρμο της Λάρυμνας, συγκεντρώσεις χρωμίου, νικελίου και σιδήρου σε ψάρια και καρκινοειδή, που έχουν συλλεγεί από το 1991 ως το 1997, στην ίδια περιοχή. Το ρόλο που επιφυλάσσει το κράτος στους φορείς, όπως το ΕΛΚΕΘΕ, είναι καθαρά γνωμοδοτικός και περιορισμένος στην επιστημονική αποτύπωση, για ευνόητους διαχειριστικούς λόγους. Έτσι για παράδειγμα, παρότι οι εκτελεστές της εξουσίας γνωρίζουν αποδεδειγμένα ότι σειρά επιχειρήσεων μολύνει, αυτό το οποίο πράττουν είναι να λειτουργεί το κράτος ως επίσημος προστάτης των ρυπαντών. Μονάχα όταν οι πιέσεις και οι δράσεις είναι σαφείς, δυναμικές και αποφασιστικές έχουμε πιθανότητες να ορίσουμε καλύτερα τις ζωές μας. Με αδιαμεσολάβητο τρόπο είναι επιτακτική ανάγκη να παρακάμψουμε κάθε λογής πολιτικάντη και εκείνους που μέσω των περιβαλλοντισμών προσπαθούν ουσιαστικά να βελτιώσουν τις κακές όψεις του συστήματος. Είναι οι ίδιοι που γενικά και αόριστα διατυπώνουν ότι «για τη καταστροφή της φύσης φταίει ο άνθρωπος» κατασκευάζοντας, έτσι, μια συλλογική ευθύνη που αποκρύπτει την αλήθεια. Μόνον όταν εμφανίστηκαν οι διαιρέσεις και οι διαχωρισμοί στον άνθρωπο που οδήγησαν στη δημιουργία κράτους και κεφαλαίου ξεκίνησε η αργή αρχικά, αλλά έντονη και ακραία στη συνέχεια (λόγω της «βιομηχανικής επανάστασης»)καταστροφή της φύσης. Όταν θα πάψουν να υπάρχουν αυτές οι γενεσιουργές αιτίες, η φύση και ο άνθρωπος θα επανοικοιοποιήσουν ό,τι έχει απωλεσθεί βιαίως. Ας μην τους αφήσουμε, λοιπόν, να μας λεηλατήσουν περισσότερο.

Όταν η εξουσία καταστρέφει τη φύση, τότε τι πιο φυσικό από τη καταστροφή της εξουσίας.

antarsiaevripou.blogspot.com
antarsiaevripou@yahoo.gr

Σάββατο 3 Οκτωβρίου 2009

Ευβοϊκός Κόλπος και Αλιεία-Μια διαφορετική προσέγγιση

'' Ο σκοπός της φύσης δεν είναι η διαιώνιση του ανθρώπινου είδους αλλά η διασφάλιση της βιοποικιλότητας των ειδών ''
Θεόφραστος

ΕΥΒΟΪΚΟΣ ΚΟΛΠΟΣ ΚΑΙ ΑΛΙΕΙΑ
Από τα σημαντικότερα θαλάσσια οικοσυστήματα στον ελλαδικό χώρο αποτελούν ο Β. και Ν. Ευβοϊκός, κυρίως λόγω του παλιρροϊκού φαινομένου. Ο βόρειος είναι περισσότερο ημίκλειστος κόλπος έκτασης 390 τετρ. χλμ. ενώ δεν υπάρχουν σημαντικές εισροές γλυκού νερού λόγω έλλειψης μεγάλων ποταμιών. Επίσης, τα βάθη του δεν χαρακτηρίζονται μεγάλα (κυρίως 10-100 μέτρα, με μέγιστο βάθος τα 430 μέτρα). H παρουσία ρηγμάτων, του δίνουν ένα ιδιαίτερο ανάγλυφο και ιδιαίτερη μορφή, και παράλληλα με το γνώρισμα των παλιρροϊκών ρευμάτων, σπάνιο φαινόμενο στην Ελλάδα, συντελεί στη συνεχή ανανέωση και στην καλή οξυγόνωση των υδάτων. Αυτό ουσιαστικά, σώζει μέχρι ένα σημείο, τη θάλασσα που είναι κλειστή. Όσον αφορά τη θαλάσσια βιοποικιλότητα, στα βάθη του φιλοξενείται το μεσογειακό κοράλλι, το οποίο αν και ιδιαίτερα γνωστό, εμφανίζει μια εντυπωσιακή ιδιαιτερότητα και δημιουργεί εκτεταμένους υποβρύχιους υφάλους όπως στις τροπικές θάλασσες. Όμως, από έρευνες που έγιναν τελευταία σε υποθαλάσσιους σταθμούς της Χαλκίδας διαπιστώθηκαν νεκρωμένοι ύφαλοι. Ακόμη ένα σημάδι ότι ο ευβοϊκός εκπέμπει SOS. Και οι αιτίες της υποβάθμισής του τοποθετούνται στη παρουσία των παρακείμενων βιομηχανικών μονάδων, στη χρήση φυτοφαρμάκων για τη γεωργική παραγωγή, στη ρίψη ακατέργαστων αστικών αποβλήτων, στα μολυσμένα ποτάμια. ΛΑΡΚΟ, Νεοχημική, εξασθενές χρώμιο, ιχθυοκαλλιέργειες αποτελούν λέξεις-κλειδιά της εντεινόμενης ρύπανσης του Κόλπου. Από την άλλη πλευρά η υπεραλίευση και χρήση συγκεκριμένων εργαλείων αλίευσης δημιουργούν τις συνθήκες εκείνες ώστε τα συγκεκριμένα θαλάσσια οικοσυστήματα να απειλούνται. Συνεπώς βρισκόμαστε μπροστά σε ένα πρόβλημα με δυο σημαντικές παραμέτρους: την πολυεπίπεδη ρύπανση του Κόλπου και ταυτόχρονα τον τρόπο και τη χρήση της αλιείας.
Ίσως διανύουμε τον τελευταίο αιώνα που ο άνθρωπος τρώει άγριο ψάρι. Η εποχή του βιομηχανοποιημένου ψαριού έχει ήδη αρχίσει.
Είναι κοινό μυστικό ότι τα ιχθυαποθέματα του Κόλπου έχουν μειωθεί δραματικά, κάτι το οποίο προκύπτει τόσο από τα στατιστικά δεδομένα όσο και από τη πραγματικότητα που βιώνουν καθημερινά οι παράκτιοι αλιείς. Μηχανότρατες και γρι-γρι κυριολεκτικά καταβροχθίζουν ό,τι υπάρχει στη θάλασσα. Οι τράτες μπορούν με τη «τσουγκράνα» να φτάσουν σε πολύ μεγάλα βάθη προκαλώντας ανυπολόγιστες ζημιές στον πυθμένα της θάλασσας, καταστρέφοντας ολοκληρωτικά κάθε μορφή ζωής του βυθού. H καταστροφή ολοκληρώνεται με τη χρήση παράνομων αλιευτικών εργαλείων, που ευθύνονται για τον θάνατο πολλών θαλάσσιων θηλαστικών που μπλέκονται σε αυτά και πνίγονται.
Η αλιεία με τράτες στο ευβοϊκό απαγορεύεται 7 μήνες το χρόνο, τη στιγμή που σε παρακείμενους κόλπους, όπως τον Μαλιακό απαγορεύεται ετήσια ενώ και τα τεχνικά χαρακτηριστικά αλιείας είναι ελαστικά(π.χ. ελάχιστο άνοιγμα ματιού στα δίχτυα κλπ). Στο Βόρειο Ευβοϊκό δραστηριοποιούνται 1482 επαγγελματικά αλιευτικά, από τα οποία τα 250 με έδρα τη Χαλκίδα ψαρεύουν και στο Νότιο Ευβοϊκό. Η αλιευτική παραγωγή του Νότιου και Βόρειου Ευβοϊκού κόλπου αντιπροσώπευε το 1991 το 9% της ελληνικής παραγωγής και σήμερα μόλις το 4%. Βάσει των στατιστικών στοιχείων η μείωση στον Ευβοϊκό είναι μεγαλύτερη και από το μέσο όρο που εμφανίζεται στη συνολική ελληνική παραγωγή. Επίσης υπάρχουν 10.670 ερασιτεχνικά σκάφη στην Εύβοια, νούμερο που αυξάνει σημαντικά αν αναλογιστεί κανείς τους επισκέπτες και τους υποβρύχιους καταδύτες. Συνολικά στην ελλάδα υπάρχουν 19.474 αλιευτικά σκάφη εκ των οποίων το 94% απασχολείται στη μικρή παράκτια αλιεία.
Ασφαλώς το πρόβλημα τόσο της υπεραλίευσης όσο και των μέσων που χρησιμοποιούνται δεν παραμένει στα όρια του ευβοϊκού αλλά είναι ευρύτερο και διεθνές. Η αλιευτική ικανότητα του στόλου ξεπερνά τους διαθέσιμους αλιευτικούς πόρους με αποτέλεσμα πολλά είδη και πληθυσμοί να αφανίζονται. Παγκοσμίως, σε ετήσια βάση, η αλίευση των ψαριών φτάνει τους 66,5 εκατ. τόνους ενώ το 1950 η παγκόσμια ψαριά ήταν 18 εκατ. τόνοι. Στην ελλάδα υπεραλιεύεται το 65% έως 75% του συνόλου των ειδών των ψαριών με μεγάλη εμπορική αξία. Μια άλλη παράμετρος του προβλήματος είναι και το μέγεθος των ψαριών που αλιεύονται. Σύμφωνα με μελέτες το 99% των σπάρων που ψαρεύτηκαν με τράτα, αλλά και το 94% όσων ψαρεύτηκαν με παραγάδι είχαν μικρότερο - ακόμα και το μισό - μέγεθος από αυτό που απαιτείται για να μπορέσει το είδος να έχει μια ομαλή αναπαραγωγή. Ακόμη και σε περιοχές που θεωρούνται «νηπιοτροφεία» ψαριών, όπως ο Τορωναίος Κόλπος της Χαλκιδικής η αλιεία με μηχανότρατα επιτρέπεται κανονικά. Φυσικά μεγάλη είναι και η ευθύνη των ερασιτεχνών ψαράδων που συστηματικά αλιεύει και κατακρατεί ψάρια μικρής ηλικίας.
Και γιατί αφού όλα φαντάζουν αυτονόητα ως προς τη λήψη μέτρων, το έγκλημα συνεχίζεται; Μήπως τα συμφέροντα –οικονομικά και πολιτικά- εξουσιάζουν τη φύση, αδιαφορώντας τόσο για τη διατήρηση της βιοποικιλότητας όσο και για τις επόμενες ανθρώπινες γενεές; Θεωρούμε δεδομένο ότι στο συγκεκριμένο σύστημα με τις υπάρχουσες δομές και αξίες, η αλιεία δεν θα ξέφευγε από τις παγιωμένες αντιλήψεις για συνεχή εμπορευματικοποίηση των αγαθών της φύσης, που οδηγεί νομοτελειακά στην καταστροφή της. Η αλιεία εντατικοποιείται όπως έχει εντατικοποιηθεί η εργασία και η γεωργία. Αποτελεί και αυτή ένα μέρος των σχεδιασμών και επιλογών της πολιτικής και οικονομικής εξουσίας και δεν θα ξέφευγε και αυτή από τις καταστροφικές συνέπειες της ύπαρξης τους.
Το ζήτημα της Ρύπανσης του Ευβοϊκού Κόλπου

Η ρύπανση του Κόλπου είναι δυστυχώς αδιαμφισβήτητη και επιπρόσθετα διαρκώς εντεινόμενη. Η παρουσία βιομηχανικών μονάδων όπως ΛΑΡΚΟ, Σόγια, Τσιμέντα, Νεοχημική λίγο ως πολύ επιδρούν στην σταδιακή απαξίωση του Κόλπου. Η συμβατική γεωργική παραγωγή με τη χρήση φυτοφαρμάκων και λιπασμάτων σε περιοχές όπως Μεσσάπια και Ληλάντιο επιδρούν επιβαρυντικά στο θαλάσσιο οικοσύστημα, παράλληλα με τα αστικά απόβλητα και τις μεγάλες εγκατάστασεις ιχθυοκαλλιεργειών.
Τα νιτρικά και η αμμωνία εμφανίζουν αρκετά μεγάλες συγκεντρώσεις, κυρίως στο Ν. Ευβοϊκό, ενώ ο Β. Ευβοϊκός παρουσιάζει αυξημένες συγκεντρώσεις θρεπτικών πυριτικών, νιτρικών και φωσφορικών, κυρίως σε βάθη μεγαλύτερων των 100 μέτρων. Επίσης οι παρατηρούμενες αυξημένες επιφανειακές τιμές αμμωνιακών οφείλονται στα λύματα των παράκτιων τουριστικών οικισμών.
Γενικά, το παλιρροϊκό ρεύμα του Ευρίπου, τα θαλάσσια ρεύματα και τα καλά οξυγονωμένα νερά του Ευβοϊκού «προφυλάσσουν» σημαντικά και ως ένα βαθμό την θαλάσσια περιοχή από έντονα φαινόμενα ρύπανσης. Διαφορετικά σήμερα θα μιλάγαμε για έναν «νεκρό» κόλπο.
Άλλωστε μόλις πέρσι δημοσιοποιήθηκε η ύπαρξη υδραργύρου, καδμίου και αρσενικού σε ψάρια που προέρχονταν και από τον ευβοϊκό. Οι συγκεντρώσεις των συγκεκριμένων τοξικών προκαλούν προβλήματα στο συκώτι και τα νεφρά, στο νευρικό σύστημα, στον μυϊκό ιστό και στο ανδρικό αναπαραγωγικό σύστημα. Ενώ διαρκής είναι η παρουσία τοξινών στα μύδια και άλλων βιοτοξινών (DSP) σε όστρακα της περιοχής. Επιπλέον πριν από λίγους μήνες στον Μαλιακό Κόλπο, που επικοινωνεί με τον ευβοικό στην βόρεια πλευρά του, παρατηρήθηκε μαζικός θάνατος ψαριών λόγω της ανάπτυξης τοξικού φυτοπλαγκτόν. Και ασφαλώς όπως πάντα οι αρχές ήταν καθησυχαστικές και ας έχει πληγεί σημαντικό μέρος του πληθυσμού των ψαριών.