Τρίτη 18 Μαρτίου 2008

Πλαστικοποιημένοι καταναλωτές ενός πλαστικοποιημένου πολιτισμού;

Ως μια παράμετρο του συστήματος κυριαρχίας, που σταδιακά εντείνει την διείσδυση του στην καθημερινότητα του ανθρώπου με ολέθριο τρόπο, αποτελεί η βιομηχανοποίηση της τροφής. Με τον συγκεκριμένο όρο θεωρούνται όσα τρόφιμα έχουν επεξεργαστεί-τυποποιηθεί και συμμετέχουν σε μια αλυσίδα εφοδιασμού, από τη διαδικασία παραγωγής έως τον τελικό αποδέκτη τον άνθρωπο-καταναλωτή ή αλλιώς homo-concemus. Οι συγκεκριμένες δομημένες σχέσεις εξουσίας και επιβολής που καθορίζονται διακριτά η σε συνδυασμό από τους κρατικούς φορείς και την ελίτ της οικονομικής αγοράς δημιουργούν τις συνθήκες εκείνες ώστε να κατασκευάζεται ένας μοντέρνος καταναλωτής με ανάγκες που ουσιαστικά του έχουν επιβληθεί και αποτελούν επιπρόσθετες μορφές χειραγώγησης. Το σύγχρονο μοντέλο «ζωής» που απαιτεί πολλές ώρες εργασία και γρήγορους ρυθμούς, οδηγεί αναπόφευκτα στη λύση των βιομηχανοποιημένων τροφίμων, που τις περισσότερες φορές είναι άμεσα και φθηνότερα καταναλώσιμες(fast food, κατεψυγμένα κλπ). Έτσι, το κράτος, μη ξεχνώντας τον κύριο λόγο ύπαρξης του, παράσχει όλο εκείνο το πλαίσιο(νομοθετικό και όχι μόνο) που οι οικονομικοί τεχνοκράτες θεωρούν αναγκαίο για να πλουτίσουν ακόμα περισσότερο. Τα τελευταία χρόνια παρατηρούμε την έμμονη ανάπτυξη μιας σύγχρονης τεχνοεπιστήμης, την βιοτεχνολογία που αναπτύσσεται σε διάφορους τομείς, με κυριότερους εκείνους της ιατρικής και των τροφίμων. Δεν είναι καθόλου υπερβολή εάν θεωρήσουμε την συγκεκριμένη επιστήμη ως μια σύγχρονη τεχνολογία επιβολής και εξουσίας πάνω στον άνθρωπο.
Καλώς ήρθατε στην εποχή της απόλυτα βιομηχανοποιημένης τροφής.
Φρούτα τυλιγμένα σε ζελατίνα, μαρούλια σε ναϋλον σακουλάκια, αστραφτερές φλούδες βερνικωμένες με κερί, ψωμί κατεψυγμένο από το σούπερ-μάρκετ, όλα τα ζαρζαβατικά τυποποιημένα, ντομάτες ίδιο μέγεθος ίδιο χρώμα…τα παραδείγματα φαντάζουν ατελείωτα. Στην εποχή της «ανάπτυξης», κράτος και επιχειρήσεις έχουν ένα κοινό στόχο: κέρδος και εξουσία. Η απόλυτη βιομηχανοποίηση των τροφίμων έχει ως αποτέλεσμα να καταναλώνουμε τρόφιμα, τα συστατικά των οποίων όχι μόνο δεν γνωρίζουμε, αλλά και είναι αδύνατον να ελέγξουμε, δημιουργώντας αποξένωση μεταξύ παραγωγού και τελικού αποδέκτη. Έτσι, ενώ στο παρελθόν τα τρόφιμα ακολουθούσαν μια απλή άμεση διαδρομή, από το αγρόκτημα στο τραπέζι, σήμερα, η διατροφική αλυσίδα έχει αλλοιωθεί από ένα βιομηχανικό μοντέλο παραγωγής. Κάποτε ο άνθρωπος κυνηγούσε την τροφή του, σήμερα η τροφή κυνηγά τον άνθρωπο. Μόνο στις ΗΠΑ παιδιά ηλικίας 8-12 χρόνων βλέπουν καθημερινά 21 διαφημίσεις τροφίμων και περισσότερα από 11 δις δολ. ξοδεύονται από τη βιομηχανία τροφίμων για να μας πείσουν να αγοράσουμε τα προϊόντα τους.
Μικρή ιστορική αναδρομή της τροφής
Για χιλιάδες χρόνια, ο άνθρωπος εφοδιαζόταν την απαραίτητη για την επιβίωσή του τροφή συλλέγοντας τυχαία φυτά, φρούτα, ρίζες, μικρά θηράματα και αποφάγια άλλων σαρκοβόρων. Μέχρι το 10.000 π.Χ. είχε πλέον μάθει να κυνηγάει, να αποθηκεύει φρούτα, να αποξηραίνει ψάρια για μελλοντική κατανάλωση, ενώ λίγο αργότερα δημιουργούσε τα πρώτα κοπάδια από κατοικίδια ζώα . Η «γεωργική - αγροτική επανάσταση», η μετάβαση δηλαδή του ανθρώπου από συλλέκτη σε παραγωγό τροφίμων χρονολογείται μεταξύ 8ης και 9ης χιλιετίας π.Χ.. Για πρώτη φορά ήταν δυνατή η μόνιμη εγκατάσταση του άνθρωπου και αρχίζει μέσω της επέκτασης του πεδίου καλλιέργειας η αύξηση της βιοποικιλότητας με τη δημιουργία ντόπιων ποικιλιών. Μέχρι το 18-19ο αιώνα, βασικός ρόλος της γεωργίας παραμένει η παραγωγή κυρίως για την αυτοκατανάλωση, η αυτάρκεια της οικογένειας, του χωριού, της επαρχίας, ενώ εξακολουθεί να στηρίζεται στην πολυκαλλιέργεια και την παρατήρηση της φύσης. Οι οικογένειες συνήθως ανταλλάσσουν τα προϊόντα μεταξύ τους χωρίς τη μεσολάβηση του χρήματος ή τα πουλάνε στην κοντινή αγορά, απολαμβάνοντας σταθερά εισοδήματα και ισχυρούς κοινοτικούς δεσμούς. Τα ζώα παρείχαν το απαραίτητο λίπασμα και οι σπόροι κρατούνταν από την προηγούμενη σοδειά, ύστερα από την προσεκτική διαλογή τους από τα καλύτερα φυτά. Το 1750 ξεκινάει από την Αγγλία η «βιομηχανική επανάσταση» και το 1810, σε μια εποχή που ακόμα η γεωργία ασκούνταν ως τέχνη, ο A. von Thaer δηλώνοντας ότι η γεωργία είναι εμπόριο, σκοπός του οποίου είναι η δημιουργία κέρδους μέσω της φυτικής και ζωικής παραγωγής, σηματοδοτεί την αρχή μίας νέας περιόδου, όπου η φύση αποτελεί μία μηχανή για κέρδη και η γεωργία ένα κλάδο της βιομηχανίας. Βαθμιαία οι γεωργοί προωθούν τα προϊόντα τους όλο και περισσότερο για την αγορά. Το ποσοστό των απασχολούμενων στη γεωργία ήταν ακόμα πολύ μεγάλο, ενώ μεγάλες εκτάσεις έμεναν ακαλλιέργητες επειδή δεν επαρκούσαν τα εργατικά χέρια. Με την εδραίωση της αποικιοκρατίας πολλά πράγματα αλλάζουν: η γη δεν ανήκει πια στους δουλευτές της, αναπτύσσεται το διεθνές εμπόριο, εμφανίζονται εκτεταμένες μονοκαλλιέργειες και ξεκινά η διάρρηξη των κοινοτικών θεσμών και των οικονομιών της επιβίωσης ή αυτάρκειας. Έτσι φτάνουμε στο 2ο παγκόσμιο πόλεμο, όπου η έρευνα για την εξεύρεση νευροτοξικών χημικών όπλων είχε ως συνέπεια την ανακάλυψη μίας καινούριας ομάδας εντομοκτόνων, τα οργανοφωσφορικά (η συμμαχία μεταξύ βιομηχανίας φαρμάκων και στρατού θα φανεί και αργότερα την περίοδο 1962-70 κατά τη διάρκεια της εμπλοκής των Η.Π.Α. στον πόλεμο του Βιετνάμ που συνοδεύτηκε από εκτεταμένη χρήση τοξικών αποφυλλωτικών με βάση τη διοξίνη και χημικών αερίων). Από τη δεκαετία του 1950, η αναπτυσσόμενη χημική βιομηχανία προώθησε μέσω υποσχέσεων για την καταπολέμηση της φτώχειας το μετασχηματισμό της γεωργικής παραγωγής προς ένα σύστημα βασισμένο στην αυξημένη ποσότητα εισροών (λιπάσματα, γεωργικά μηχανήματα, υβρίδια) και την επέκταση των μονοκαλλιεργειών. Η διαδικασία αυτή, που ονομάστηκε «πράσινη επανάσταση», εγκαινίασε την απόπειρα των επιχειρήσεων για ρύθμιση της παγκόσμιας παραγωγής τροφίμων επεκτείνοντας τον έλεγχο τους στα διάφορα διατροφικά συστήματα του πλανήτη. Το 1962, η Rachel Carson σόκαρε εκατομμύρια αναγνωστών ενημερώνοντας για τις καταστροφικές επιδράσεις του DDT και άλλων εντομοκτόνων και ζιζανιοκτόνων, τα οποία ονόμαζε «ελιξίρια του θανάτου». Η στροφή προς τις μονοκαλλιέργειες ολοκληρώθηκε σε μεγάλο βαθμό στις αναπτυσσόμενες χώρες κατά τη διάρκεια των δεκαετιών 1980 και 1990 κυρίως επειδή η οικονομική «βοήθεια» των μεγάλων διεθνών οργανισμών και τα προγράμματα δομικής προσαρμογής (Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, Παγκόσμια Τράπεζα) επέβαλαν μεταξύ άλλων την αυξημένη παραγωγή για εξαγωγές,. Οι αλλαγές αυτές αύξησαν την ευπάθεια των μικρών αγροτών ή τους έδιωξαν από τη γη τους, μιας και η παραγωγή για εξαγωγές τείνει να απαιτεί περισσότερο κεφάλαιο και λιγότερη εργασία. Η επεξεργασία και η συσκευασία αρχίζουν σταδιακά να προσθέτουν στο αγροτικό προϊόν μεγαλύτερη αξία από αυτή που απολάμβανε ο παραγωγός ως τιμή πώλησης, με αποτέλεσμα οι βιομηχανίες τροφίμων που ασχολούνται με τη μεταποίηση να αποκτούν κυρίαρχο ρόλο στη διατροφική αλυσίδα. ενώ επιπλέον αρχίζουν να εμφανίζονται μία σειρά από διατροφικές κρίσεις. Παντού οι παραδοσιακές πρακτικές έχουν δώσει τη θέση τους σε γιγαντιαίες εργοστασιακές εγκαταστάσεις, εντείνοντας την εκμετάλλευση και απομακρύνοντας τον άνθρωπο από το φυσικό του χώρο. (Πηγή: ο Σπόρος).
Στην Εύβοια από την δεκαετία του ΄70 ξεκίνησε η εγκατάσταση δεκάδων πτηνοτροφικών μονάδων και στη συνέχεια τη δεκαετία του ΄80 λόγω των επιχορηγήσεων, παρατηρείται η ίδρυση χοιροτροφικών μονάδων. Είναι λίγο-πολύ γνωστοί οι μέθοδοι που χρησιμοποιούνται για την γρήγορη ανάπτυξη και πάχυνση των ζώων. Για παράδειγμα, στις κότες αναλογεί ένας χώρος ίσος με μια κόλλα Α4 ενώ μεγαλώνουν τρεις φορές πιο γρήγορα σε σχέση με πριν από 50 χρόνια, τρώγοντας το 1/3 της τροφής. Αντίστοιχα στα γουρούνια, τους χορηγείται μια καταπραϋντική ουσία, η τετρακυλίνη, ώστε να καταστέλλεται η τάση τους για ελευθερία(εν αντιθέσει με τα άλλα «γουρουνάκια»). Επιπρόσθετα στη περιοχή μας, η γνωστή και μη εξαιρετέα ΣΟΓΙΑ ΕΛΛΑΣ, εισαγωγέας μεταλλαγμένης σόγιας και ζωοτροφών, προμηθεύει πολλές τοπικές μονάδες διοχετεύοντας σε όλη τη διατροφική αλυσίδα τη γενετικά τροποποιημένη τροφή. Έτσι παράλληλα με την χρήση συνθετικών ορμονών και αντιβιοτικών στα ζώα εμφανίζονται επικίνδυνα σύνδρομα, όπως αυτό της σπογγώδους εγκεφαλοπάθειας. Μια ακόμη επιχείρηση με ανάλογη δραστηριότητα στον χώρο των ζωοτροφών είναι η KEGO, η οποία προμηθεύει κυρίως ιχθυοτροφικές μονάδες.
Τα γνωστότερα διατροφικά σκάνδαλα της τελευταίας δεκαετίας, γρίπη των πτηνών και «τρελές» αγελάδες, είναι το αποτέλεσμα της πλήρους βιομηχανοποιημένης τροφής. Η ευρεία χρήση αντιβιοτικών και φαρμάκων με μοναδικό σκοπό τη μεγιστοποίηση του κέρδους, οδηγεί αναπόφευκτα σε παρενέργειες τόσο στο ζώο όσο και στον καταναλωτή. Μόνο όταν άρχισαν να εμφανίζονται οι τραγικές συνέπειες αυτής της επιλογής-θάνατοι δεκάδων ανθρώπων διεθνώς- δόθηκαν ορισμένα λεπτά δημοσιότητας στο θέμα. Αλλά και πάλι οι τηλεοπτικοί φωστήρες δεν στόχευαν στην ανάδειξη των αιτιών και των υπευθύνων του προβλήματος αλλά στη δημιουργία φόβου και πανικού στους καταναλωτές. Προσθέτοντας στο γενικότερα κλίμα ανασφάλειας που κατασκευάζουν ακόμα μια δόση φοβίας. Οι κρίσεις που εκδηλώνονται, όχι μόνο στο διατροφικό τομέα αλλά σε όλες τις εκφάνσεις της κοινωνικής ζωής, δεν προκύπτουν από παρθενογένεση αλλά από ένα συγκεκριμένο «πολιτισμό» που τις παράγει. Μέσα σε αυτά τα πλαίσια η εκδήλωση ολέθριων φαινομένων για τον άνθρωπο και τη φύση μόνο έκπληξη δεν πρέπει να προκαλεί, αφού άπειρα ιστορικά παραδείγματα φανερώνουν το σκοτεινό πρόσωπο των κυρίαρχων και εκμεταλλευτών.
Πρόσφατα στον Έβρο καλλιεργήθηκαν μεταλλαγμένοι σπόροι καλαμποκιού εν αγνοία των αγροτών, στους οποίους οι εταιρείες πλάσαραν ως συμβατικούς. Παρότι καταστράφηκε μεγάλο μέρος της σοδειάς θεωρείται βέβαιο ότι μεγάλη ποσότητα του γενετικά τροποποιημένου καλαμποκιού όχι μόνο δεν καταστράφηκε αλλά κατέληξε στην αγορά με τη μορφή παιδικών τροφών, αλεύρων και άλλων προϊόντων. Σύμφωνα με τον Ενιαίο Φορέα Ελέγχου Τροφίμων (ΕΦΕΤ), 313 διαφορετικές χημικές ουσίες (πρόσθετα) επιτρέπεται να προστίθενται στα τρόφιμα. Από αυτές, οι 43 είναι χρωστικές, ενώ περισσότερες από δέκα ανήκουν στην κατηγορία των ενισχυτικών γεύσης. Ο καθένας καταναλώνει 5 κιλά περίπου συντηρητικά και χημικά το χρόνο με αρκετές βλαβερές συνέπειες. Για την διακίνηση των βιομηχανοποιημένων τροφών χρησιμοποιούνται διάφοροι τύποι πλαστικών, αρκετά απ’ τα οποία περιέχουν τοξικές ουσίες. Το PVC χρησιμοποιείται μέχρι και για πιπίλες και κουλούρες για τα δόντια των μωρών, θεωρείται ό,τι πιο επικίνδυνο για την υγεία και το περιβάλλον. Υπολείμματα από αυτές τις ουσίες, κυρίως της κατηγορίας των φθαλικών και των αδιπικών, διαρρέουν στις τροφές. Αυτές οι ουσίες προκαλούν καρκίνους, γενετικές ανωμαλίες, υπολειτουργία του ανοσοποιητικού συστήματος και αναπτυξιακά προβλήματα σε παιδιά. Η εστραδιόλη είναι μια ορμόνη που είναι υπεύθυνη για την ανάπτυξη των γεννητικών οργάνων, των μαστών, του ύψους και της κατανομής του λίπους στις γυναίκες και σε συνδυασμό με τη διαρροή τοξικής ουσίας από κάποιο πλαστικό στην τροφή, είναι πιθανή η αλλοίωση γενετικών χαρακτηριστικών.
Παράλληλα, συνεχίζεται η διαδικασία ‘πατεντοποίησης’, δηλαδή οι ‘νόμοι για τα πνευματικά δικαιώματα που σχετίζονται με το εμπόριο’-TRIPS. Με τα trips εταιρείες κατοχυρώνουν την ιδιοκτησία και πατεντάρουν φυτικές ποικιλίες, φυλές ζώων, γονίδια, βακτήρια κλπ. κυρίως σε αφρική, λατινική αμερική και ασία. Οι μεγάλες εταιρίες ελέγχουν έτσι την παραγωγή και διανομή αγαθών και σπόρων παγκοσμίως. Για παράδειγμα, στην Ινδία, που επί αιώνες καλλιεργείται το ρύζι μπασμάτι, οι ΗΠΑ επιχειρούν να πατεντάρουν το σπόρο, ώστε να πληρώνουν δικαιώματα οι αγρότες που το καλλιεργούν. Στο Μπαντουμάρι, της κεντρικής Ινδίας, πριν λίγο καιρό, ένας καλλιεργητής βαμβακιού, ο 31χρονος Anil Kondba Shende ήπιε ένα μπουκάλι εντομοκτόνο και έπεσε νεκρός στο κατώφλι του σπιτιού του. Τα χρέη από τα δάνεια που πήρε για να σώσει τα λίγα στρέμματα βαμβακιού που καλλιεργούσε τον έπνιξαν οικονομικά. Η περίπτωση του δεν ήταν ένα μεμονωμένο περιστατικό, αλλά μια υπενθύμιση για τη κρίση που μαστίζει τους ινδούς αγρότες. Σε ολόκληρη τη χώρα και κυρίως σε φτωχούς θύλακες, συνολικά 17.017 αγρότες αυτοκτόνησαν το 2003, τη πιο πρόσφατη χρονιά για την οποία δίνει στοιχεία η κυβέρνηση. Σύμφωνα με ανεπιβεβαίωτες πληροφορίες όμως, ο αριθμός για τη φετινή χρονιά είναι μεγαλύτερος. Η εταιρεία Monsanto, για παράδειγμα, πουλά τους γενετικά μεταλλαγμένους σπόρους βαμβακιού που φύτεψε ο Shende, γνωστούς και ως Bt cotton, που είναι ανθεκτικοί σε ζιζάνια και μολύνσεις, ώστε σύμφωνα με την εταιρεία να μειώνεται η χρήση παρασιτοκτόνων κατά 25%. Η Monsanto είδε τις πωλήσεις της να υπερδιπλασιάζονται σε έναν χρόνο, αφού οι μεταλλαγμένοι σπόροι κοστίζουν διπλάσια από τους κανονικούς, οδηγώντας πολλούς αγρότες στους τοκογλύφους. Φέτος, ο Shende έσπειρε τα χωράφια του τρεις φορές με μεταλλαγμένους απόρους της Monsanto. Οι δυο σπορές πήγαν χαμένες επειδή οι μουσώνες άργησαν να έρθουν κι όταν οι ήρθαν, οι βροχές ήταν τόσο έντονες που το χωράφι του πλημμύρισε, καταστρέφοντας έτσι και την τρίτη σπορά.
Στη Δύση, την ίδια στιγμή, ετοιμάζουν ουρανοξύστη-φάρμα! Δεν είναι σενάριο επιστημονικής φαντασίας αλλά «όραμα» της ολλανδικής κυβέρνησης για τη βιομηχανική γεωργία. Το Deltapark, όπως ονομάζεται, τοποθετεί τη γεωργία στις πόλεις, όπου βρίσκονται οι καταναλωτές και τα σούπερ μάρκετ. Αφού μπορούν οι άνθρωποι να ζουν σε ουρανοξύστες γιατί όχι και τα γουρούνια; Το Deltapark είναι ένα «πάρκο αγροτικής παραγωγής» που θα το χειρίζονται μάνατζερ και όχι αγρότες και αποτελεί τη τελευταία περίπτωση έντασης μεταξύ οικολογίας και τεχνολογίας. Άλλωστε η χρηματιστηριοποίηση των τροφών, διεξάγεται καθημερινά μέσω των οικονομικών αγορών(Ν. Υόρκης, Λονδίνου κλπ), δημιουργώντας νομισματικές αξίες σε φυσικά αγαθά. Και αποτελεί ένα επιπλέον λόγο διείσδυσης σε νέες αγορές που οι διατροφικές συνήθειες είναι διαφορετικές από αυτές της δύσης.
Η ένταση της τροφικής τυποποίησης παρατηρείται ακόμη περισσότερο το τελευταίο διάστημα που ακόμη και το παραγόμενο χύμα λάδι, επιχειρείται να τυποποιηθεί μέσω νέων νόμων που θεσπίζονται προς όφελος των εταιριών. Παράλληλα διαπιστώνεται η πώληση βιολογικών προϊόντων και από εταιρίες που εμπορεύονται και συμβατικά προϊόντα(KNORR, CRETA FARM κλπ), ως μια καθαρά κερδοσκοπική επιλογή. Άλλωστε ένας από τους μεγαλύτερους εισαγωγείς βιολογικών προϊόντων και διακινητής στον ελλαδικό χώρο, δεν είναι άλλος από τον ιδιοκτήτη της χημικής βιομηχανίας Νεοχημικής (βλέπε: ΙΝΤΕΡΚΕΜ). Όμως σταδιακά φτάνουμε και στη βιομηχανοποίηση-τυποποίηση βιολογικών προϊόντων που η μόνη σχέση που αναπτύσσεται μεταξύ παραγωγού και αγοραστή περιορίζεται μονάχα στη καταναλωτική του διάσταση. Χάνοντας την επαφή του καταναλωτή με τη φύση αφού τα προϊόντα διατίθενται πολλές φορές σε αποστειρωμένα περιβάλλοντα.
Μέσα σε αυτές τις συνθήκες, δεν τίθεται θέμα ανάπτυξης, «βιώσιμης» ή «αειφόρου» αφού μέσω των εύηχων διατυπώσεων αποκρύπτεται η εκμετάλλευση του ανθρώπου στο εργασιακό του περιβάλλον, ο επιχειρηματικός καιροσκοπισμός (π.χ. αιολικά πάρκα) και η προώθηση μιας άλλης μορφής καπιταλισμού, του «πράσινου». Αλλά η προσήλωση των στόχων μας δεν πρέπει να είναι η βελτίωση των όρων εκμετάλλευσης, όποιας μορφής(εργασιακής, περιβαλλόντικής κλπ) αλλά στη δημιουργία συνθηκών ελευθερίας.

Δεν υπάρχουν σχόλια: